χαλαζοκοπώ

χαλαζοκοπώ
-έω, Α
(το παθ.) χαλαζοκοποῡμαι, -έομαι
(για φυτό) καταστρέφομαι, σπάω από το χαλάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κοπῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλαζοκοπία — ἡ, Α [χαλαζοκοπῶ] καταστροφή, σπάσιμο φυτών από χαλάζι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”